- ἐπιπολαζούσης
- ἐπιπολάζωpres part act fem gen sg (attic epic ionic)ἐπιπολάζωpres part act fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομιστεύω — (Α) [νομιστός] 1. (σχετικά με νόμισμα) έχω σε κυκλοφορία, χρησιμοποιώ ως νόμισμα 2. (συν. το παθ.) νομιστεύομαι α) είμαι σε χρήση, ισχύω («τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης... καὶ τοῡ χαρακτῆρος τούτου νομιστευομένου παρὰ τοῑς Αἰτωλοῑς», Πολ.) β) (για … Dictionary of Greek